κυλίσεως

κυλίσεως
κυλίσεω̆ς , κύλισις
rolling
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυλισιοτριβέας — ο (μηχανολ.) όργανο που παρεμβάλλεται μεταξύ εδράνου και άξονα ενός στρεφόμενου μηχανικού συστήματος κατά τρόπο ώστε στη σχετική τους κίνηση να υπάρχει τριβή κυλίσεως και όχι τριβή ολισθήσεως, κν. ρουλεμάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλισις + τριβή. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”